- πολυεθνικός
- -ή, -όαυτός που αποτελείται από ή αναφέρεται σε πολλές εθνότητες ή εκπροσώπους τους: Πολυεθνική εταιρεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυεθνικός — ή, ό, Ν [πολυεθνής] 1. πολυεθνής 2. φρ. «πολυεθνική επιχείρηση» ή «πολυεθνική εταιρεία» ή απλώς «πολυεθνική» (οικον.) εταιρεία με μεγάλο κεφάλαιο που δραστηριοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα και έχει γραφεία, υποκαταστήματα και εργοστάσια όχι μόνο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek